ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρφανάς (ουσ.) χαρφανάς [xarˈfanas] Ανακ., Δίλ., Σίλ. χαρβανάς [xarvaˈnas] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ. Από το περσ. ουσ. harifane = δείπνο όπου ο καθένας συνεισφέρει τα δικά του, όπου και διαλεκτ. τύπ. harfana. Πβ. νεότ. ουσ. ρεφενές (< τουρκ. refene) το οπ. είναι ομόρριζο. Για τη λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 221).
1. Ρεφενές, διασκέδαση όπου ο καθένας φέρνει τα δικά του ό.π.τ. : Τα ωβγά μι το βούτ’ρο τρων τα, φκιάισ̑καν χαρφανάς (Τα αβγά τα έτρωγαν με το βούτυρο, έκαναν κοινό τραπέζι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Ούλα τα ζεγκίνια σωρόφταν 'ς ένα σπίτ' με τα ναίκε τ'νε για να ποίκ'νε χαρβανάς (Μαζευτηκαν όλοι οι πλούσιοι σ' ένα σπίτι με τις γυναίκες τους για να κάνουνε γλέντι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Παρέα νεαρών που λέει τα κάλαντα Τσαρικ.