χασαπειό
(ουσ. ουδ.)
γασαπειό
[ɣasaˈpço]
Σινασσ.
Aπό το νεότ. ουσ. κασαπειόν, το οπ. από το ουσ. χασάπης, όπου και τύπ. κασάπης και το παραγωγ. επίθμ. -ειό.
Κρεοπωλείο, χασάπικο