ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασίλι (I) (ουσ. ουδ.) χασίλ' [xaˈsil] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. haşıl = α) στυπτηρία β) "κόλλα», αμυλώδες διάλυμα μέσα στο οποίο οι υφάντρια πλένει το νήμα. Η λ. και Ιων. Κρήτ. Πόντ. κ.α. με άλλες σημ.
"Κόλλα», αμυλώδες διάλυμα για την εμβάπτιση νημάτων ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικά Μισθ.