χασιριώνας
(επίθ.)
χασιριώνας
[xasiˈrʝonas]
Σινασσ.
Από το ουσ. χασίρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Φτιαγμένος από χασίρι, από ψάθα
:
Χασιριώνας καρέκλες
(Ψάθινες καρέκλες)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025