χασμουριούμαι
(ρ.)
χασμουριούμαι
[xazmuˈrʝume]
Γούρδ.
Από το αμάρτ. ουσ. *χασμούρα (< αρχ. χάσμη = χασμούρημα και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα)
Χασμουριέμαι
Συνών.
γκερντίζω :3, χασμούμαι