ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκερντίζω (ρ.) γκερντίζω [ɟerˈdizo] Αξ. γκερτζίζου [ɟerˈtzizu] Σίλ. γκιαρντίζου [ɟarˈdizu] Μισθ. γκιαϊρντίζου [ɟairˈdizu] Μισθ. γκερντώ [ɟerˈdo] Μαλακ. γκιαρντώ [ɟarˈdo] Μισθ. Αόρ. γκέρσα [ˈɟersa] Μαλακ., Ουλαγ. γκιάρσα [ˈɟarsa] Μισθ. κ͑αρντι-έσα [kʰardiˈesa] Φάρασ. Παθ. καρτιέμαι [karˈtçeme] Σινασσ. Μτχ. καρτεμένος [karteˈmenos] Απο το τουρκ. ρ. germek = α) τεντώνω, εκτείνω β) τεντώνω, απλώνω πάνω από κάτι.
1. Τεντώνω, εκτείνω και μεσοπαθ. τεντώνομαι ό.π.τ. : Μη τα γκερτζίεις, σε σκίσει (Mην το τεντώνεις, θα σκιστεί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. απλώνω :3, αποτραβιέμαι :1, κερκιλετίζω
2. Για μέλη του σώματος, ανοίγω, θέτω σε διάταση ό.π.τ. : Γκιάρσιν ντα π'τάρια τ’ σου βαβά μ' ομbρΰ (Άνοιξε τα πόδια της μπροστά στον πατέρα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ήρτεν, καρντι-έσε τα φτερά ντου, ποίdζ̑εν ντα 'στσ̑άιδι (Ήρθε, άνοιξε διάπλατα τα φτερά της, έκανε σκιά) Φάρασ. -Dawk. Συνών. απλώνω :3
3. Χασμουριέμαι Μισθ. Συνών. χασμούμαι, χασμουριούμαι
4. H μτχ. καρτεμένος, αυτός που φουσκώνει τα στήθη και προβάλλεται για επίδειξη Σινασσ.