γκερντίζω
(ρ.)
γκερντίζω
[ɟerˈdizo]
Αξ.
γκερτζίζου
[ɟerˈtzizu]
Σίλ.
γκιαρντίζου
[ɟarˈdizu]
Μισθ.
γκιαϊρντίζου
[ɟairˈdizu]
Μισθ.
γκερντώ
[ɟerˈdo]
Μαλακ.
γκιαρντώ
[ɟarˈdo]
Μισθ.
Αόρ.
γκέρσα
[ˈɟersa]
Μαλακ., Ουλαγ.
γκιάρσα
[ˈɟarsa]
Μισθ.
κ͑αρντι-έσα
[kʰardiˈesa]
Φάρασ.
Παθ.
καρτιέμαι
[karˈtçeme]
Σινασσ.
Μτχ.
καρτεμένος
[karteˈmenos]
Απο το τουρκ. ρ. germek = α) τεντώνω, εκτείνω β) τεντώνω, απλώνω πάνω από κάτι.
1. Τεντώνω, εκτείνω και μεσοπαθ. τεντώνομαι
ό.π.τ.
:
Μη τα γκερτζίεις, σε σκίσει
(Mην το τεντώνεις, θα σκιστεί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
απλώνω :3, αποτραβιέμαι :1, κερκιλετίζω
2. Για μέλη του σώματος, ανοίγω, θέτω σε διάταση
ό.π.τ.
:
Γκιάρσιν ντα π'τάρια τ’ σου βαβά μ' ομbρΰ
(Άνοιξε τα πόδια της μπροστά στον πατέρα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήρτεν, καρντι-έσε τα φτερά ντου, ποίdζ̑εν ντα 'στσ̑άιδι
(Ήρθε, άνοιξε διάπλατα τα φτερά της, έκανε σκιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
απλώνω :3
4. H μτχ. καρτεμένος, αυτός που φουσκώνει τα στήθη και προβάλλεται για επίδειξη
Σινασσ.