γκετσιντίζω
(ρ.)
γκετσ̑ινdίζω
[ɟetʃinˈdizo]
Αξ., Μαλακ.
κετσ̑ινdίζου
[cetʃinˈdizu]
Φάρασ.
κα̈τ͑σ̑ινdίζω
[kʰætʃinˈdizo]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γκιαdζετίζου
[ɟadzeˈtizu]
Μισθ.
γκετσινdώ
[ɟetsinˈdo]
Σίλ.
γκετσ̑ινdάγω
[ɟetʃinˈdaɣo]
Φάρασ.
κετσ̑ίνdώ
[cetʃinˈdo]
Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
κετ͑σ̑ινdάω
[kʰetʃinˈdao]
Φάρασ.
Παρατατ.
γκετσ̑ίνd'ζα
[ɟeˈtʃindza]
Αξ.
γκετσ̑ίντανα
[ɟe'tʃindana]
Φλογ.
Αόρ.
γκετσίνσα
[ɟeˈtʃinsa]
Μαλακ.
Υποτ.
γκιατσινdίσου
[ɟaˈtsindizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. geçinmek = α) περνώ, διάγω β) υφίσταμαι γ) διέρχομαι δ) κολλάω, μεταδίδω, όπου και διαλεκτ. τύπ. keçinmek.
Ζω, συντηρούμαι, διάγω βίο
ό.π.τ.
:
Ναίκα ντράν-νεν χώρας όργο, πλύνισ̑κεν χώρας φορτσ̑ές και γκετσ̑ιντ'ζαν
(Η γυναίκα (του έκπτωτου πια βασιλιά) ξενοδούλευε, έπλενε ξένα ρούχα και έτσι τα έβγαζαν πέρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εμείς πάλ' 'α γκετσ̑ινdίσουμε, κα ατός πάλ' 'α 'ινεί ζενgίνι
(Εμείς πάλι θα ζήσουμε καλά, κι αυτός πάλι θα γίνει πλούσιος)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Xαούτσ̑α γκετσ̑ίνdινανε
(Έτσι διαβιούσαν)
Φλογ.
-Dawk.
Σύρετε παιγιά μ', γιαυτό σας μπορείτε να κετσ̑ινdάτε
(Φύγετε παιδιά μου, μπορείτε μόνα σας να τα βγάλετε πέρα)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Παναά να τους χαρίσει να κάνουσ̑ι τέκνα, καλά να γκετσινdζήσουσι
(Η Παναγιά να τους χαρίσει να κάνουν παιδιά, να ζήσουν καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου μελό τ'νι τσ̑όουν σου κλέψιμου για να γκιατσινdίσ̑'νι
(Το μυαλό τους ήταν στο κλέψιμο, για να κάνουν αγαθά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τούς χα κετσινdήσετε σα ρουσία δεχούς στάβκο σο τουφάνι 'πέσου;
(Πώς θα επιβιώσετε στα βουνά χωρίς στάβλο μέσα στην ανεμοθύελλα;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σουκούλτσαμ' πολύ, κι έτσι ζόρια γκιαdζετίζουμ'
(Πιεστήκαμε πολύ, κι έτσι περνάμε ζόρικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γιασαντίζω :2, παριντίζω, σουρντίζω