γκιλεϊλεντίζω
γκιλεϊλενdίζω
[ɟileilenˈdizo]
Αξ.
γκιουγιανdίζου
[ɟuʝanˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. gileylenmek = παραπονούμαι (THADS, λ. gileylenmek).
Παραπονιέμαι
:
Γκιλεϊλενdίζ̑ στο βαβά τ'
(Παραπονιέται στον πατέρα του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
παραφορτώνω, σοκραντίζω