ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιλεϊλεντίζω γκιλεϊλενdίζω [ɟileilenˈdizo] Αξ. γκιουγιανdίζου [ɟuʝanˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. gileylenmek = παραπονούμαι (THADS, λ. gileylenmek).
Παραπονιέμαι : Γκιλεϊλενdίζ̑ στο βαβά τ' (Παραπονιέται στον πατέρα του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. παραφορτώνω, σοκραντίζω