ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιοζλούκι (ουσ. ουδ.) γκιοζλούκι [ɟοzˈluci] Τροχ. γκοζλίκ [gozˈlik] Ανακ. κοζλούκ̇ι [kοzˈluki] Φάρασ. Πληθ. γκοζλίκια [gozˈlica] Μαλακ. κουζλούκα [kuzˈluka] Φάρασ. κοζλούχα [kozˈluxa] Σατ. Aπό το τουρκ. ουσ. gözlük, όπου και διαλεκτ. τύπ. közlük = α) ματογυάλια β) διαλεκτ., εστία του τζακιού γ) διάτρητο προστατευτικό πλέγμα.
1. Ματογυάλια Μαλακ., Σατ., Φάρασ. : Έθητσ̑ιν τα κοζλούχα σα φτάλμε του (Έβαλε τα γυαλιά στα μάτια του) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Διάτρητη ελλειψοειδής σχάρα για να μη βουλώνει ο αεραγωγός του ταντουριού από το κάρβουνο ή τις στάχτες Ανακ., Τροχ. Συνών. κασλαμά