γκιοζλούκι
(ουσ. ουδ.)
γκιοζλούκι
[ɟοzˈluci]
Τροχ.
γκοζλίκ
[gozˈlik]
Ανακ.
κοζλούκ̇ι
[kοzˈluki]
Φάρασ.
Πληθ.
γκοζλίκια
[gozˈlica]
Μαλακ.
κουζλούκα
[kuzˈluka]
Φάρασ.
κοζλούχα
[kozˈluxa]
Σατ.
Aπό το τουρκ. ουσ. gözlük, όπου και διαλεκτ. τύπ. közlük = α) ματογυάλια β) διαλεκτ., εστία του τζακιού γ) διάτρητο προστατευτικό πλέγμα.
1. Ματογυάλια
Μαλακ., Σατ., Φάρασ.
:
Έθητσ̑ιν τα κοζλούχα σα φτάλμε του
(Έβαλε τα γυαλιά στα μάτια του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Διάτρητη ελλειψοειδής σχάρα για να μη βουλώνει ο αεραγωγός του ταντουριού από το κάρβουνο ή τις στάχτες
Ανακ., Τροχ.
Συνών.
κασλαμά