γκιντίσιμα
(ουσ. ουδ.)
γκιdίσιμα
[ɟiˈdisima]
Σίλ.
Από το ρ. γκιντιστώ και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Φαγούρα
:
Τα σ̑έρια σ’ έχουσ’ ένα γκιdίσιμα οπ’ τες σ̑ονίστρες
(Τα χέρια σου έχουν μιά φαγούρα από τις χιονίστρες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γουρτεσέν, τσίμπημα :2, φαγούρα :1