ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιντίσιμα (ουσ. ουδ.) γκιdίσιμα [ɟiˈdisima] Σίλ. Από το ρ. γκιντιστώ και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Φαγούρα : Τα σ̑έρια σ’ έχουσ’ ένα γκιdίσιμα οπ’ τες σ̑ονίστρες (Τα χέρια σου έχουν μιά φαγούρα από τις χιονίστρες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γουρτεσέν, τσίμπημα :2, φαγούρα :1