τσίμπημα
(ουσ. ουδ.)
τσίμπημα
['tsibima]
Γούρδ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. τζίμπημα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το θ. αορ. του ρ. τσιμπώ (τσιμπη-) και παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Τσίμπημα
ό.π.τ.