ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίμι (ουσ. ουδ.) Πληθ. τσίμια ['tsimɲa] Αξ. τσ̑ίματα ['tʃimata] Μαλακ., Φλογ. τσίματα ['tsimata] Αξ., Δίλ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çim = χλόη.
1. Τετράγωνα τμήματα φυτεμένης γης που έμοιαζαν με πλίνθους, τα οποία σε συνδυασμό με άλλα υλικά χρησιμοποιούνταν για το φράξιμο του αρδευτικού καναλιού Αξ.
2. Καλαμιές για προσάναμμα ό.π.τ. : Όποιος δε φέρ' τσ̑ίματα, να ταυρίσ' χωριού τα κρίματα (Όποιος δεν φέρει καλάμια για τις φωτιές του κλήδονα, να τραβήξει απάνω του τα κρίματα όλου του χωριού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Ξερά κλαδιά πάνω στα οποία χτίζουν τα πουλιά τις φωλιές τους Μαλακ.