τσίμι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τσίμια
['tsimɲa]
Αξ.
τσ̑ίματα
['tʃimata]
Μαλακ., Φλογ.
τσίματα
['tsimata]
Αξ., Δίλ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çim = α) γρασίδι β) διαλεκτ. λιβάδι (< παλ. τουρκ. çim = α) σαπισμένο γρασίδι β) τύρφη ως καύσιμη ύλη, βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. çim).
1. Καλαμιές για προσάναμμα
ό.π.τ.
:
Όποιος δε φέρ' τσ̑ίματα, να ταυρίσ' χωριού τα κρίματα
(Όποιος δεν φέρει καλάμια για τις φωτιές του κλήδονα, να τραβήξει απάνω του τα κρίματα όλου του χωριού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Ξερά κλαδιά πάνω στα οποία χτίζουν τα πουλιά τις φωλιές τους
Μαλακ.
2. Τετράγωνα τμήματα φυτεμένης γης που έμοιαζαν με πλίνθους, τα οποία σε συνδυασμό με άλλα υλικά χρησιμοποιούνταν για το φράξιμο του αρδευτικού καναλιού
Αξ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025