τσίμι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τσίμια
['tsimɲa]
Αξ.
τσ̑ίματα
['tʃimata]
Μαλακ., Φλογ.
τσίματα
['tsimata]
Αξ., Δίλ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çim = χλόη.
1. Τετράγωνα τμήματα φυτεμένης γης που έμοιαζαν με πλίνθους, τα οποία σε συνδυασμό με άλλα υλικά χρησιμοποιούνταν για το φράξιμο του αρδευτικού καναλιού
Αξ.
2. Καλαμιές για προσάναμμα
ό.π.τ.
:
Όποιος δε φέρ' τσ̑ίματα, να ταυρίσ' χωριού τα κρίματα
(Όποιος δεν φέρει καλάμια για τις φωτιές του κλήδονα, να τραβήξει απάνω του τα κρίματα όλου του χωριού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Ξερά κλαδιά πάνω στα οποία χτίζουν τα πουλιά τις φωλιές τους
Μαλακ.