ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιλιγάδι (ουσ. ουδ.) τσιλιγάρ’ [tsiliˈɣar] Γούρδ. τσ̑ιλιγάρ' [tʃiliˈɣar] Αραβαν. Από το ουσ. τσουλχάς, όπου και τύπ. τσιλαχάς, και το επίθμ. -άδι με ομαλή για το ιδ. τροπή [ð] > [r] (πιθ. και παρετυμολ. προς το τυλιγάδι). Κατά τον Dawkins (1916: 653) η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίγω. Βλ. τσουλχάς
Αράχνη ό.π.τ. : || Φρ. Αβράκωτο τσ̑ιλιγάρ' (ξεβράκωτη αράχνη˙ σκωπτ. για παιδί που ήταν ξεβράκωτο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γαλέ :1, μούντζα :3, ορουμτσέκι, σκλάντζη, σκορπιός :2, τσιλιγάδι