τσιλιγάδι
(ουσ. ουδ.)
τσιλιγάρ’
[tsiliˈɣar]
Γούρδ.
τσ̑ιλιγάρ'
[tʃiliˈɣar]
Αραβαν.
Από το ουσ. τσουλχάς, όπου και τύπ. τσιλαχάς, και το επίθμ. -άδι με ομαλή για το ιδ. τροπή [ð] > [r] (πιθ. και παρετυμολ. προς το τυλιγάδι). Κατά τον Dawkins (1916: 653) η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίγω.
Βλ.
τσουλχάς
Αράχνη
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αβράκωτο τσ̑ιλιγάρ'
(ξεβράκωτη αράχνη˙ σκωπτ. για παιδί που ήταν ξεβράκωτο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαλέ :1, μούντζα :3, ορουμτσέκι, σκλάντζη, σκορπιός :2, τσιλιγάδι