ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουλχάς (ουσ. αρσ.) τσ̑ουλχάς [tʃulˈxas] Σίλ. τσ̑ουλφάς [tʃulˈfas] Φάρασ. τ͑σ̑ουλφάς [tʰʃulˈfas] Φάρασ. τσ̑ιλαχάς [tʃilaˈxas] Αξ. τσολαχός [tsolaˈxos] Γούρδ. Γεν. Εν. τσ̑ιλαχαγιού [tʃilaxaˈʝu] Αξ. τσ̑ουρουχάς [tʃuruˈxas] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. çulha = αυτός που υφαίνει σε αργαλειό (< περσ. cūlāh, Nişanyan 2002-2022: λ. çulha), όπου και διαλεκτ. τύπ. çulfa (THADS 3, λ. çulfa Ι). Οι τύπ. -λαχ- πιθ. άμεσα από τον περσ. πληθ. culāhhā (Nişanyan 2002-2022: λ. çulha). Εναλλακτικά, από το απλ. τουρκ, ουσ. çulah = υφαντής (Redhouse). Κατά τον Μαυροχαλυβίδη (1990: 650) από το αμαρτ. τυλιγάς.
1. Αυτός που υφαίνει, ο ανυφαντής Φάρασ. : || Παροιμ. Ο σιδεράς μο τον γκαρβουνά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσουλφάς (ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουνε, τη ζημιά την τραβάει ο ανυφαντής˙ σε μιά φιλονικία ζημιώνεται πάντα ένας τρίτος που δεν έχει σχέση με αυτήν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μικρή αράχνη Αξ., Σίλ. : Σκότουσα ἐνα τσ̑ουλχά (σκότωσα μιά αράχνη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. τσιλιγάδι
3. Μτφ., χαρακτηρισμός πολύ λεπτού ανθρώπου Αξ. : Γένες τσ̑ιλαχάς ασ' το ντε τρως (έγινες πολύ αδύνατος, αφού δεν τρως) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.