τσουλτσής
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ουλτσ̑ής
[tʃulˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. çulcu = υφαντής ή πωλητής χαλιών.
Αυτός που υφαίνει υφαντούς τάπητες ή κλινοσκεπάσματα
Φάρασ.