τσουκί
(ουσ.)
τσουκ-κί
[tsucˈci]
Αραβαν., Σίλ.
τσουκί
[tsuˈci]
Γούρδ.
τσ̑ουτσ̑ί
[tʃuˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ., Τσελτ., Φάρασ.
τζ̑ουdζ̑ί
[dʒuˈdʒi]
Φάρασ.
ζουτσ̑ί
[zuˈtʃi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
σουτσ̑ί
[suˈtʃi]
Τσαρικ.
τσικ-κί
[tsicˈci]
Ουλαγ., Σίλ.
τσικί
[tsiˈci]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
τσ̑ικί
[tʃiˈci]
Αξ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
τσουκνί
[tsuˈkni]
Αραβαν.
τσιτνί
[tsitˈni]
Ανακ.
Από το ουσ. τσούκκα και το παραγωγ. επίθμ. -ί. Ίσως ακολούθησε υποχωρητ. αφομ. [u-i > i-i]. Ο τύπ. τσουκνί πιθ. με επίδρ. του κουν-νί.
1. Πήλινο σκεύος
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τροχ., Τσελτ.
:
Ζένουμ' ντου γάλα, κονώνουμ' ντου στου τσ̑ουτσ̑ί
(Ζεσταίνουμε το γάλα, το αδειάζουμε στο πήλινο σκεύος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είχαμ' 'ς απέσου το κόμμα τα 'λείμματα μο τα τσ̑ουτσ̑ία
(Είχαμε στην αποθήκη τα βούτυρα με τα σταμνιά τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Γιόμουζαν τα τσ̑ιτσ̑ά
(Γέμιζαν τα δοχεία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου βίπνου σου κι ‘γώ σένα τσικ-κί απέσου τέσσερα απάκια παστουρμά
(Σου στέλνω κι εγώ μέσα σε ένα κιούπι τέσσερα κομμάτια παστουρμά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
|| Φρ.
Κρούου τσ̑ουτσ̑ί
(Χτυπώ τσουτσί˙ Βάζω βεντούζες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ξέβαλαν το κι ένα τσικί qάλα χι̂ργιός
(Toυ έβγαλαν κι ένα δοχείο γάλα χρέος˙ Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ακατσούκα, τσουκάλι
2. Ειδικότ., πήλινο τσουκάλι
Αξ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Το τσ̑ικί πλύνε και κούπω το
(Το σκεύος πλύνε το και αναποδογύρισέ το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Βγάλλιξαν δου απ' του τσ̑ουτσ̑ί, κώνουνι, ελάτ' φσ̑άαχα, φατέτ', γιομώτ' τα καργιές σας
(Το έβγαζαν, ενν. το φαΐ, από το τσουκάλι, το έχυνε στα πιάτα, ελάτε παιδιά φάτε, γεμίστε τις κοιλιές σας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φερίγκανι το νερό μο τα ζουτσ̑ία
(Φέρνανε το νερό με τα πήλινα τσουκάλια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Απ' χώμα τσουκ-κί
(Από χώμα τσουκάλι˙ πήλινο τσουκάλι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φακουδιού τσικί
(Τσουκάλι φακής˙ ειρων., κοντή γυναίκα)
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
φαγιτσούκι
3. Μικρό ουροδοχείο
Σίλ.
4. Βεντούζα
Μισθ.
:
Πέφτισ̑κεν νεφαλό τ', τρίβισ̑καν ντου, κρούισ̑καν τσ̑ουτσ̑ί, σ̑ήκωναν ντου
(Έπεφτε ο αφαλός του, τον έτριβαν, έβαζαν βεντούζες, τον σήκωναν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κούπα, ποτήρι