ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούπα (I) (ουσ. θηλ.) κούπα [ˈkupa] Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. κούπα (< λατιν. cupa/ cuppa). Πβ. και τουρκ. ουσ. kupa = κύπελλο, δάν. από την ελλ.
1. Κούπα ό.π.τ. : Νιαρού κούπα (Του νερού η κούπα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καυκί :1, καυκίτσι, μπαρντάκι :1, Πβ. τάσι
2. Βεντούζα Μισθ., Σίλ. : Πιάνου κούπες (Βάζω βεντούζες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κρούισ̑καν ντο κούπις (Του έβαζαν βεντούζες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ποτήρι :2, σισές :2, τσουκί :4