κούπα (I)
(ουσ. θηλ.)
κούπα
[ˈkupa]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. κούπα (< λατιν. cupa/ cuppa). Πβ. και τουρκ. ουσ. kupa = κύπελλο, δάν. από την ελλ.
1. Κούπα
ό.π.τ.
:
Νιαρού κούπα
(Του νερού η κούπα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
καυκί :1, καυκίτσι, μπαρντάκι :1, Πβ.
τάσι
2. Βεντούζα
Μισθ., Σίλ.
:
Πιάνου κούπες
(Βάζω βεντούζες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κρούισ̑καν ντο κούπις
(Του έβαζαν βεντούζες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ποτήρι :2, σισές :2, τσουκί :4