ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτήρι (ουσ. ουδ.) ποτήρι [pοˈtiri] Ανακ., Σίλ., Σινασσ. ποτήρ' [pοˈtir] Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ. ποdήρ' [pοˈdir] Φλογ. πουτήρ' [pu'tur] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. ποτήριον.
1. Ποτήρι ό.π.τ. : Έπιενε ασ' σο μικρό το ποτήρ κρασ̑ί (Έπινε από το μικρό το ποτήρι κρασί) Σίλατ. -Dawk. Ρακ̇ί ποτήρι (Ρακοπότηρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ασκόκκο, μπιλόρι, ποτούτσι, τσικόπο
2. Βεντούζα Δίλ. : Ποτήρια κρούισ̑καμ’ (Βάζαμε βεντούζες) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. κούπα, τσουκί