ποτήρι
(ουσ. ουδ.)
ποτήρι
[pοˈtiri]
Ανακ., Σίλ., Σινασσ.
ποτήρ'
[pοˈtir]
Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ.
ποdήρ'
[pοˈdir]
Φλογ.
πουτήρ'
[pu'tur]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. ποτήριον.