ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτέ (επίρρ.) ποτέ [poˈte] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. Από το αρχ. επίρρ. ποτὲ = κάποτε.
1. Σε αρνητικές προτάσεις, ποτέ ό.π.τ. : «Άντρα» δε λένκαμε ποτέ, μόνο "νομάτη" (Δεν λέγαμε ποτέ "άντρα», μόνο "νομάτη") Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τρίτη ποτέ δεν αρχίνκαμε τίποτα, έτσι το είχαμε (Την Τρίτη δε αρχίζαμε ποτέ τίποτα, έτσι το είχαμε (ως συνήθεια)) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Παροιμ. Όποιος ντανιστά ποτέ δε ζημιών' (Όποιος ακούει συμβουλές, ποτέ του ζημιώνεται˙ Για την αξία της εφαρμογής συμβουλών) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. χιτς
2. Σε ερωτηματικές προτάσεις, κάποτε, κάποια στιγμή ό.π.τ. : Ισ̑ύ τσ̑εγά σου ναυλή σ’ είχ̇ις τανάε ποτέ; (Εσύ είχες στην αυλή σου βόδια ποτέ;) Μισθ. -VLACH Συνών. γνες, μπάζου, σάγνες