ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτούτσι (ουσ. ουδ.) ποτούτσ̑ι [poˈtutʃi] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. ποτζούτ' [poʹdzut] Σινασσ., Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. potuç, όπου και τύπ. boduç, bocud και bocut = α) πήλινο ή ξύλινο δοχείο β) ποτήρι νερού (THADS, λ. bocud, bocut, boduç I και potuç I).
Ποτήρι ή μικρή στάμνα ό.π.τ. : Πακιρώνα ποτούτσ̑ι (Μπακιρένιο ποτήρι) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Να με φέρει αν ποτούτσ̑ι νερό να ν'dα ιδώ (Nα μου φέρει ένα ποτήριο νερό, για να την δω) Τσουχούρ. -VLACH Ζαπαχτάν θέλ'κιν να σηκουθεί η νύφη μο το πεσκίρι σ' εν το σ̑έρι, ’ς άου το μέγα το ποτούτσ̑ι μο το νερό (Το πρωί έπρεπε να σηκωθεί η νύφη με την πετσέτα στο ένα το χέρι, στο άλλο το μεγάλο το ποτήρι με το νερό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ασκόκκο, μπιλόρι, ποτήρι :1, τσικόπο