πουγουρντίζω
(ρ.)
πουγουρντίζω
[puɣuˈrdizo]
Φάρασ.
Αόρ.
πουγούρσα
[puˈɣursa]
Φάρασ.
Από ουσ. buhar = ατμός, όπου και τύπ. buhur (Redhouse) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. πουγουρντίζω αναλογ. προς τα ρήματα σε -ντίζω. Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγηση από το διαλεκτ. ρ. puğurmak = αναδίδω οσμή, βρομώ (Karakurt 2019: 206).