ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουγουρντίζω (ρ.) πουγουρντίζω [puɣuˈrdizo] Φάρασ. Αόρ. πουγούρσα [puˈɣursa] Φάρασ. Από ουσ. buhar = ατμός, όπου και τύπ. buhur (Redhouse) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. πουγουρντίζω αναλογ. προς τα ρήματα σε -ντίζω. Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγηση από το διαλεκτ. ρ. puğurmak = αναδίδω οσμή, βρομώ (Karakurt 2019: 206).
Αχνίζω ό.π.τ. Συνών. αχνίζω