πούλι
(ουσ. ουδ.)
π͑ούλι
[ˈpʰuli]
Σίλ., Φάρασ.
πουλ'
[pul]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
π͑ούλ
[pʰul]
Αξ.
Πληθ.
πούλια
[ˈpuʎa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. pul = α) γραμματόσημο β) λέπι, φολίδα γ) στρας δ) μικρό κέρμα.
1. Λέπι ψαριού
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Πισαριού τα πούλια
(Τα λέπια του ψαριού)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Γραμματόσημο
Αξ., Φάρασ.
3. Νομισματική υποδιαίρεση
Ανακ., Φάρασ.
4. Στον πληθ., λεπτά διακοσμητικά ελάσματα
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
:
Το ετράφι τ’ με τα πούλια και φισ̑έκια ραμμένο
(Το μαντήλι ραμμένο με τα διακοσμητικά ελάσματα και τα καλυκοειδή στολίδια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Ειδικότ., οι γυαλιστερές κεφαλές στις μεγάλες βελόνες
Αξ.