πουπού
(ουσ. ουδ.)
πουπού
[puˈpu]
Αξ., Μαλακ.
Παιδ. λ. Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. popu και bobu = παιδικό παπούτσι (THADS, λ. bobu, λ. popu).
Ρούχο
ό.π.τ.