ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουρτούκι (ουσ. ουδ.) πουρτούκι [pur'tuci] Σινασσ. πουρτούκ [pur'tuk] Ανακ., Μαλακ. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. pürtük = τραχύς, ανώμαλος, σκληρός, γεμάτος κόμπους, το οπ. από παλ. τουρκ. ρ. burt- ή bürt- = ζαρώνω, κουλουριάζω.
Περίττωμα σκληρό και ξηρό ό.π.τ.