πουρτούκι
(ουσ. ουδ.)
πουρτούκι
[pur'tuci]
Σινασσ.
πουρτούκ
[pur'tuk]
Ανακ., Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. pürtük = τραχύς, ανώμαλος, σκληρός, γεμάτος κόμπους, το οπ. από παλ. τουρκ. ρ. burt- ή bürt- = ζαρώνω, κουλουριάζω.
Περίττωμα σκληρό και ξηρό
ό.π.τ.