πουσκουλού
(επίθ.)
πουσκουλού
[pusku'lu]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. επίθ. püsküllü = φουντωτός.
Φουντωτός, με φούντες
:
|| Φρ.
Πουσκουλού μπελά
(Φουντωτός μπελάς˙ μπελάς με φούντες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 14/09/2025