ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουτάνα (ουσ. θηλ.) πουτάνα [pu'tana] Σίλ., Σινασσ. Το μεσν. ουσ. πουτάνα, το οπ. από το βεν. ουσ. putana.
Πουτάνα ό.π.τ. : Άρ' τούτσ̑η πουτάνα 'ναι (Αυτή λοιπόν πουτάνα είναι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καχμπέσα, οροσπού, σκρόφα