πουστιέω
(ρ.)
πουστι-έου
[pustiˈeu]
Φάρασ.
π͑ουστι-έω
[pʰustiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. pusmak = α) μαζεύομαι, σκύβω β) φοβάμαι γ) λουφάζω δ) σωπαίνω.
Κρύβομαι, λουφάζω
:
|| Φρ.
Avdί ναίκα μη π͑ουστιές σα τρυπία
(Μην κρύβεσαι σαν γυναίκα σε τρύπες˙ Για δειλούς ή ντροπαλούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.