πουστιέω
(ρ.)
πουστι-έου
[pustiˈeu]
Φάρασ.
π͑ουστι-έω
[pʰustiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. pusmak (< παλ. τουρκ. bus-/bıs-= α) μαζεύομαι, σκύβω β) φοβάμαι γ) λουφάζω δ) σωπαίνω (Tietze 2019: λ. pus-/pıs-)
Πβ.
μπουσουντίζω
Κρύβομαι, λουφάζω
:
|| Φρ.
Avdί ναίκα μη π͑ουστιές σα τρυπία
(Μην κρύβεσαι σαν γυναίκα σε τρύπες˙ Για δειλούς ή ντροπαλούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.