ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουστιέω (ρ.) πουστι-έου [pustiˈeu] Φάρασ. π͑ουστι-έω [pʰustiˈeo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. pusmak = α) μαζεύομαι, σκύβω β) φοβάμαι γ) λουφάζω δ) σωπαίνω.
Κρύβομαι, λουφάζω : || Φρ. Avdί ναίκα μη π͑ουστιές σα τρυπία (Μην κρύβεσαι σαν γυναίκα σε τρύπες˙ Για δειλούς ή ντροπαλούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.