πουχάρι
(ουσ. ουδ.)
πουχάρι
[puˈxari]
Φκόσ.
πουχάρ'
[pu'xar]
Μαλακ., Μισθ.
πουχάρης
[pu'xaris]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. buhar = α) ατμός β) εξατμίσεις.
Θερινή αποπνικτική ζέστη
ό.π.τ.