πρασίδι
(ουσ.)
πρασίδι
[praˈsiði]
Σινασσ., Φερτάκ.
πρασίδ'
[praˈsið]
Σινασσ., Φερτάκ.
πρασ̑ίδι
[praˈʃiði]
Μισθ.
πρασίτ'
[praˈsit]
Ποτάμ., Φερτάκ.
πρασ̑ίρ'
[praˈʃir]
Αραβαν.
πρασ̑ίχ'
[praˈʃix]
Αραβαν.
πρασ̑ί
[praˈʃi]
Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
πραΐδ'
[praˈið]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. πρασιά και το υποκορ. επιθμ. -ίδι. Για τον πρασίτ’ πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. prasit = βραγιά ως δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 107).
1. Πρασιά, βραγιά
ό.π.τ.
2. Λωρίδα αγρού προς άροση, συνήθως διαστάσεων 12-15 βήματα πλάτος και 50-60 βήματα μήκος
ό.π.τ.
:
Πιάσ’ ένα πρασ̑ίι κι εγώ να χαζλαντίσω να σπείρω
(Χώρισε μιά λωρίδα, κι εγώ θα ετοιμαστώ να σπείρω)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Τέλειουνα ντου πρασ̑ί, σπέρισκα, σβάρνιζα, ερόδουμι, παραμένισκα, τ' άλλου μέρα πάλ' σουσάμια σπέρισκαμ'
(Tελείωνα τη λωρίδαί, έσπερνα, σβάρνιζα, ερχόμουνα, επέστρεφα, την άλλη μέρα πάλι σουσάμια σπέρναμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Πιάνου πρασ̑ί
(Πιάνω πρασί˙ Χωρίζω το χωράφι σε λωρίδες, προκειμένου να ξεκινήσει η σπορά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
καϊλούμι
3. To 1/4 του στρέμματος ή του στάματος
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
β.
To 1/3 του στρέμματος
Φλογ.