καϊλούμι
(ουσ. ουδ.)
καϊλούμι
[kaiˈlumi]
Φλογ.
καϊλούμ'
[kaiˈlum]
Ανακ., Δίλ.
γαϊλούμι
[ɣaiˈlumi]
Μισθ.
γαϊλούμ'
[ɣaiˈlum]
Μισθ.
χαϊλούμι
[xaiˈlumi]
Φάρασ.
καϊλίμ'
[kaiˈlim]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaylım = ο κύκλος που κάνει το ζευγάρι κατά το όργωμα (THADS, λ. kaylım III), το οπ. πιθ. αντιδάν. από το αρχ. ουσ. κάλαμος (Κωστάκης 1963: 346, 1977: 471).
1. Αυλάκι που χαραζόταν με το αλέτρι για να χωριστεί το χωράφι σε πρασιές, σε στενόμακρες λωρίδες
ό.π.τ.
2. Λωρίδα χωραφιού για άροση
Δίλ., Φλογ.
:
Το καϊλούμ' πόσα σκελίσματα να το κόψουμε;
(Την κάθε λωρίδα πόσα βήματα πλάτος θα την κόψουμε;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Χωρίζαμε το χωράφι σε καϊλούμια για να ντο λάσωμε
(Χωρίζαμε το χωράφι σε λωρίδες για να το οργώσουμε)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
πρασίδι :2
3. Αιχμηρό εργαλείο για την χάραξη αυλακιών στο χωράφι
Μισθ.