ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊμάκι (ουσ. ουδ.) καϊμάκι [kaiˈmaçi] Αφσάρ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. γαϊμάχι [ɣaiˈmaçι] Φάρασ. γαϊμάχ' [ɣaiˈmax] Μισθ., Ποτάμ. γκαϊμάκ' [gaiˈmax] Ουλαγ. χαϊμάχ̇ι [xaiˈmaxi] Φάρασ. Πληθ. γαϊμάκια [ɣaiˈmaca] Ποτάμ. καϊμάχια [kaiˈmaça] Τσαρικ. Από το νεότ. ουσ. καϊμάκ' (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kaymak, όπου και διαλεκτ. τύπ. kaymah, gaymak, gaymah.
1. Καϊμάκι, το λιπαρό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος με τον βρασμό ό.π.τ. : Tα 'κόνες μας πήραμ' τα, πράματα να φορώσουμ', τυριά, τέσσερα καϊμάχια πήρα για τον άνdρα μου (Τις εικόνες μας τις πήραμε, πράγματα να φορέσουμε, τυριά, τέσσερα καϊμάκια πήρα για τον άντρα μου) Τσαρικ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. άθος :1, πρόσωπο, τσίπα
2. Καϊμάκι, παχύ και αφρώδες στρώμα στην επιφάνεια ψημένου καφέ ό.π.τ. : Μποίκι μι 'να γαϊφέ μ' ένα γαζά γαϊμάχ' (Μου έφτιαξε έναν καφέ με μπόλικο καϊμάκι) Μισθ. -Κοτσαν.