καϊκτσής
(ουσ. αρσ.)
γαϊχτσ̑ής
[ɣaixˈtʃis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. καϊκτσής (Mackridge 2021: 76, 116), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayıkçı = βαρκάρης.
Βαρκάρης.