ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊγού (ουσ.) καϊγού [kaiˈɣu] Ανακ. qαϊγού [qaiˈɣu] Μαλακ. γαϊγού [ɣaiˈɣu] Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. γαϊγούς [ɣaiˈɣus] Φάρασ. γαγιαγού [ɣaʝaˈɣu] Φάρασ. γαής [ɣaˈis] Αραβαν. Πληθ. καϊγούδια [qaiˈɣuðʝa] Μαλακ. γαϊγούδια [ɣaiˈɣuðʝa] Σινασσ. γαγιαγούδε [ɣaʝaˈɣuðe] Φάρασ. Θηλ. γαϊγού [ɣaiˈɣu] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kaygı = ανησυχία, φροντίδα, όπου και παλαιότ. τύπ. kaygu (Tietze 2016, λ. ḳaygu/kaygı). Ο τύπ. γαής από αμάρτ. τύπ. γαϊγής με αποβολή του μεσοφωνηεντικού /ɣ/ (γαϊγής > γαϊής > γαής). Η σημ. ‘πρόμήθειες’ πιθ. από επίδρ. του ουσ. καγίτι. Ο τύπ. θηλ. γαϊγού με επανανάλυση του τεμαχίου <ου> ως παραγωγ. επιθμ. -ού.
1. Ανησυχία, έγνοια, φροντίδα ό.π.τ. : Όποιος έχει φσ̑άχα έχ' και τα τασάδια και τα γαϊγούδια (Όποιος έχει παιδιά έχει κα τις στενοχώριες και τις σκοτούρες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Δε σώνουν τ' άλλα γαϊγούδια, νά 'χουμ' και τούτο άλλο ένα τασά (Δεν μας φτάνουν οι άλλες σκοτούρες, νά 'χουμε κι άλλον ένα μπελά) Σινασσ. -Λεύκωμα Ότις 'α υπά σο ζευγάριν τζαι 'ς 'άσιμο, 'ς ἔσ̑ει τζαι το γαγιαγούν του (Όποιος πάει στο ζευγάρισμα και στο όργωμα, ας έχει και την έγνοια του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. ς χώρας ο γαϊγούς σε μέν' πώτς έν'; (Του ξένου η έγνοια εμένα τι μου είναι;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Γέρασασ̑’ μι τούτου τ’ γαϊγού (Γέρασαν μ' αυτή την έγνοια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. γαϊλές, γιασεφέτι, τασά
2. Προμήθειες Αραβαν. Συνών. καγίτι, φαγωμάτι
3. Η γυναίκα που φροντίζει τους άλλους Σινασσ.