καϊγού
(ουσ.)
καϊγού
[kaiˈɣu]
Ανακ.
qαϊγού
[qaiˈɣu]
Μαλακ.
γαϊγού
[ɣaiˈɣu]
Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
γαϊγούς
[ɣaiˈɣus]
Φάρασ.
γαγιαγού
[ɣaʝaˈɣu]
Φάρασ.
γαής
[ɣaˈis]
Αραβαν.
Πληθ.
καϊγούδια
[qaiˈɣuðʝa]
Μαλακ.
γαϊγούδια
[ɣaiˈɣuðʝa]
Σινασσ.
γαγιαγούδε
[ɣaʝaˈɣuðe]
Φάρασ.
Θηλ.
γαϊγού
[ɣaiˈɣu]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kaygı = ανησυχία, φροντίδα, όπου και παλαιότ. τύπ. kaygu (Tietze 2016, λ. ḳaygu/kaygı). Ο τύπ. γαής από αμάρτ. τύπ. γαϊγής με αποβολή του μεσοφωνηεντικού /ɣ/ (γαϊγής > γαϊής > γαής). Η σημ. ‘πρόμήθειες’ πιθ. από επίδρ. του ουσ. καγίτι. Ο τύπ. θηλ. γαϊγού με επανανάλυση του τεμαχίου <ου> ως παραγωγ. επιθμ. -ού.
1. Ανησυχία, έγνοια, φροντίδα
ό.π.τ.
:
Όποιος έχει φσ̑άχα έχ' και τα τασάδια και τα γαϊγούδια
(Όποιος έχει παιδιά έχει κα τις στενοχώριες και τις σκοτούρες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Δε σώνουν τ' άλλα γαϊγούδια, νά 'χουμ' και τούτο άλλο ένα τασά
(Δεν μας φτάνουν οι άλλες σκοτούρες, νά 'χουμε κι άλλον ένα μπελά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ότις 'α υπά σο ζευγάριν τζαι 'ς 'άσιμο, 'ς ἔσ̑ει τζαι το γαγιαγούν του
(Όποιος πάει στο ζευγάρισμα και στο όργωμα, ας έχει και την έγνοια του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
ς χώρας ο γαϊγούς σε μέν' πώτς έν';
(Του ξένου η έγνοια εμένα τι μου είναι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γέρασασ̑’ μι τούτου τ’ γαϊγού
(Γέρασαν μ' αυτή την έγνοια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
γαϊλές, γιασεφέτι, τασά
3. Η γυναίκα που φροντίζει τους άλλους
Σινασσ.