ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καθόλου (επίρρ.) καθόλου [kaˈθolu] Ανακ., Μισθ., Φάρασ. κασόλου [kaˈsolu] Σίλ. κατ͑όλου [kaˈtʰolu] Σίλ. Αρχ. επίρρ. καθόλου = γενικώς, εντελώς.
1. Σε αρνητ. πρόταση, καθόλου ό.π.τ. : Και κείνος καθόλου δε μίλανεν, κατάλαβεν που ήτον σ̑ιφώτης να πάρ’ τη μιλιά τ’ (Και εκείνος καθόλου δεν μιλούσε, κατάλαβε ότι ήταν καλικάντζαρος και θα του έπαιρνε την φωνή του) Ανακ. -Κωστ.Α. Χριστιανοί κατ͑όλου ρεν είχαν χωράφια (Οι Χριστιανοί δεν είχαν καθόλου χωράφια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. γάτιαν, χιτς
2. Σε ερωτηματική πρόταση, έστω για λίγο Μισθ. : Έριδι τσ̑αού σου χωριό καθόλου; (Έρχεσαι εδώ στο χωριό καθόλου;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ