χιτς
(επίρρ.)
χιτς̑
[çitʃ]
Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
χιτς
[çits]
Ανακ., Σίλ.
χετς̑
[çetʃ]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
χετς
[çets]
Ουλαγ., Φάρασ.
χις̑
[çiʃ]
Αραβαν., Μισθ.
χες̑
[çeʃ]
Μισθ., Σίλ.
χες
[çes]
Ουλαγ.
'ετς
[ets]
Ουλαγ.
'ες̑
[eʃ]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Από το τουρκ. επίρρ. hiç, όπου και διαλεκτ. τύπ. heç, hec, his, eç, eş.
1. Καθόλου
ό.π.τ.
:
Χίτς̑ να φάγου ψωμί ρεν έχου, να φορώσου ρούχα ρεν έχου. νάχαλα μη dϋσ̑ϋνdζ̑ήσου;
(Δεν έχω καθόλου ψωμί να φάω, δεν έχω ρούχα να φορέσω, πώς να μην προβληματιστώ;)
Σίλ.
-Dawk.
Εκείνο το μέρα χιτς̑ ντεν είχε ισ̑τάχ'
(Εκείνη την μέρα δεν είχε καθόλου όρεξη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'γώ χετς̑ λέω τα
(Εγώ δεν το λέω καθόλου)
Φάρασ.
-Dawk.
Κρέμεται πάνου μας αν τ͑εχλικ͑ές με, χετζ̑ μη ρωτάτε τους τ͑εχλικ͑ές ένι!
(Επικρέμεται πάνω μας ένας κ΄λινδυνος όμως καθόλου μη ρωτάτε τι κίνδυνος είναι!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Χις̑ ντεν έν-νε γαΐλής
(Καθόλου δεν συμφώνησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χες ντέ σε χιώρ'σα
(Καθόλου δεν σε είδα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ε, άλλο χιτς μη μιλάς
(Ε, μη μιλάς καθόλου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε, χετς τζ̑ο βρόντ'σε πάνου σου;
(Η μάνα σου όταν σε γέννησε, καθόλου δεν βρόντησε πάνω σου;˙ το έλεγαν για ένα οκνηρό, «κοιμισμένο«» άτομο, επειδή πίστευαν ότι, αν βροντούσε ο ουρανός την ημέρα της γέννησης κάποιου, θα ξυπνούσαν τα αίματά του και θα γινόταν ζωηρός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σαbαχτάν το ντε γελά, το βραρύ χις̑ ντε γελά
(Το πρωί όποιος δεν γελά, το βράδυ καθόλου δεν γελά˙ Αν είναι κάτι να σου βγει σε καλό, θα φανεί από την αρχή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γάτιαν, καθόλου
3. Τίποτα
ό.π.τ.
:
Τρειζ μέρες χιτς̑ χιζΰρης ρεν γκαλατζ̑εύγει
(Επί τρεις μέρες ο άγιος άνθρωπος δεν λέει τίποτα)
Σίλ.
-Dawk.
4. Ποτέ
Σίλ., Φάρασ.
:
Ήdουνε αν γκρύο· χιτς̑ που 'dε τζ̑ούdουνε
(Έκανε ένα κρύο τέτοιο που ποτέ (μέχρι τώρα) δεν είχε κάνει)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
ποτέ :1