χλατώ
(ρ.)
χλατώ
[xlaˈto]
Φάρασ.
Αόρ.
χλάτ'σα
[ˈxlatsa]
Ουλαγ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. kollamak = ψάχνω, επιβλέπω, καραδοκώ.
Ψάχνω
Φάρασ.
:
Χλάτ'σε σου φσ̑αχού την τσάκα
(Έψαξε στου αγοριού το στήθος)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αραντίζω, γαργαλεύω :2, γιοκλαντίζω :2, ταρκουρώ