ταρκουρώ
(ρ.)
ταρκουρώ
[tarkuˈro]
Γούρδ.
Πιθ. από το ουσ. ταραχή με παραγωγ. επίθμ. -ουρίζω > -ουρώ (για το επίθμ. βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β΄ 584).
Αναζητώ κάτι, σκαλίζω, ψαχουλεύω
Γούρδ.
Συνών.
ανακλώθω, αραντίζω, γαργαλεύω :2, γλυμμίζω :2, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρώ :2
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025