ταρνά
(επίρρ.)
ταρνά
[tarˈna]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ταρνάτε
[tarˈnate]
Φάρασ.
νταρνάdε
[darˈnade]
Φάρασ.
Από το επίθ. ταρνός και το παραγωγ. επίθμ. -α. Το επίρρημα επαναναλύθηκε ως προστακτική β΄ εν. και σχημάτισε τύπ. β΄ πληθ. ταρνάτε και νταρνάdε (βλ. Dawkins 1916: 449).
Γρήγορα
ό.π.τ.
:
Ταρνά ταρνά
(γρήγορα γρήγορα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ταρνά άμε, πε τα τζ̑αι το μιτσίκο σου την γκόρη
(γρήγορα πήγαινε, πες το και στην μικρή σου την κόρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Ταρνά 'ς τα φέρει, ’γώ μπείνασα. να φάμι
(ας το φέρει γρήγορα (ενν. το ψωμί), εγώ πείνασα, να φάμε)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Παίρκε νερό ταρνά ταρνά τσαι πλυνένκε τη χαραή τ’ς
(έπαιρνε γρήγορα γρήγορα νερό και έπλενε το πρόσωπό της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γροίκ'σα τα 'ς 'ου 'υρίστην ξοπίσου τάρνα
(Το κατάλαβα από το ότι γύρισε πίσω γρήγορα)
Φάρασ.
-Bağr.
|| Παροιμ.
Ατσ̑όντου μη νοίζεσαι, το κρύο ’α σε πάρει ταρνά
(τόσο μην ανοίγεσαι, το κρύο θα σε πάρει γρήγορα˙ για όσους λένε μεγάλα λόγια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο φαΐ ταρνά τρως, σ’ όργο πάλι αβούτσ’ είσαι;
(στο φαγητό γρήγορα τρως, στη δουλειά πάλι τέτοιος είσαι;˙ ειρωνικά στους οκνούς που όμως τρώνε πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
’ς χώρας τ’ άβγο του γαλτζ̑εύει, κατεβαίνει ταρνά
(το ξένο άλογο όποιος καβαλλικεύει, κατεβαίνει γρήγορα˙ όποιος στηρίζεται σε άλλους και όχι στις δικές του δυνάμεις, σύντομα μένει χωρίς βοήθεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αψά, μπέρκια, τσαμπούκτσανα