ταρχά
(ουσ. ουδ.)
ταρχά
[tarˈxa]
Τροχ.
νταρχά
[darˈxa]
Αξ., Τροχ.
τραχό
[traˈxo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. tahra (< περσ. dahra) = α) είδος κυρτού μαχαιριού για το κλάδεμα β) διαλεκτ., μεταλλικό εργαλείο για θρυμματισμό αντικειμένων, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tarha, dahra και darha (THADS, λ. darha και tarha, Tietze 2016: λ. dahra). Πβ. ν.ε. διαλεκτ. τραχάς = πτυσσόμενο κυρτό μαχαιρίδιο χρήσιμο για το κλάδεμα, κλαδευτήρι.
2. Σιδερένιο εργαλείο που καταλήγει σε αγκιστροειδή αιχμή με το οποίο έβγαζαν από το καμίνι το επεξεργασμένο σίδερο
Φάρασ.