ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταρχά (ουσ. ουδ.) ταρχά [tarˈxa] Τροχ. νταρχά [darˈxa] Αξ., Τροχ. τραχό [traˈxo] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. tahra (< περσ. dahra) = α) είδος κυρτού μαχαιριού για το κλάδεμα β) διαλεκτ., μεταλλικό εργαλείο για θρυμματισμό αντικειμένων, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tarha, dahra και darha (THADS, λ. darha και tarha, Tietze 2016: λ. dahra). Πβ. ν.ε. διαλεκτ. τραχάς = πτυσσόμενο κυρτό μαχαιρίδιο χρήσιμο για το κλάδεμα, κλαδευτήρι.
1. Δρεπάνι με μακριά λαβή Αξ., Τροχ. Πβ. δρεπάνι, Συνών. κόσα :1
2. Σιδερένιο εργαλείο που καταλήγει σε αγκιστροειδή αιχμή με το οποίο έβγαζαν από το καμίνι το επεξεργασμένο σίδερο Φάρασ.