ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασαλαντίζω (ρ.) τασαλαντίζω [tasalanˈdizo] Σινασσ. τασαλανdώ [tasalanˈdo] Σινασσ. Αόρ. τασλάτ’σα [tasˈlatsa] Ουλαγ. τασλάτ'σ̑α [tasˈlatʃa] Αραβαν. Από το τουρκ. ρ. tasalanmak = ανησυχώ, αόρ. tasalandı.
Έχω έγνοια, σκοτούρα, στεναχώρια ό.π.τ. : Μη τασαλαντάς και τρως την καρδιά σ' (Μη στεναχωριέσαι και τρως τα σωθικά σου) Σινασσ. -Λεύκωμα Είμαι πολύ καλά, ιτς μη τασαλαντίζεις για μένα (Είμαι πολύ καλά, καθόλου μην ανησυχείς για μένα) Σινασσ. -Λεύκωμα Ο Θεός μεγάλος έν', χίτς μη τασαλαντάς (Ο Θεός είναι μεγάλος, μη σκοτίζεσαι καθόλου) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333