τασαλαντίζω
(ρ.)
τασαλαντίζω
[tasalanˈdizo]
Σινασσ.
τασαλανdώ
[tasalanˈdo]
Σινασσ.
Αόρ.
τασλάτ’σα
[tasˈlatsa]
Ουλαγ.
τασλάτ'σ̑α
[tasˈlatʃa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. tasalanmak = ανησυχώ, αόρ. tasalandı.
Έχω έγνοια, σκοτούρα, στεναχώρια
ό.π.τ.
:
Μη τασαλαντάς και τρως την καρδιά σ'
(Μη στεναχωριέσαι και τρως τα σωθικά σου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Είμαι πολύ καλά, ιτς μη τασαλαντίζεις για μένα
(Είμαι πολύ καλά, καθόλου μην ανησυχείς για μένα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ο Θεός μεγάλος έν', χίτς μη τασαλαντάς
(Ο Θεός είναι μεγάλος, μη σκοτίζεσαι καθόλου)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333