ταρσιχτιέω
(ρ.)
ταρσιχτι-έω
[tarsixtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. tarsıkmak ή darsıkmak= στενοχωριέμαι, αόρ. tarsıktı (TSS, λ. darsıkmak).
Στενοχωριέμαι
Φάρασ.