ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάσι (ουσ. ουδ.) τ͑άσι [ˈtʰasi] Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ. τ͑άσ’ [tʰas] Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ. τάσ̑’ [taʃ] Μαλακ. Πληθ. τάσια [ˈtasça] Αξ. τ͑άσα [ˈtʰasa] Μισθ. Νεότ. ουσ. τάσι (πβ. Δαπόντ. Κῆπ. Χαρ. 106 «Εἰς τοῦ Ξηροποτάμου δὲ εἶναι καὶ κοῦπα μία, τάσσι καλήτερα νὰ ’πῶ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tas (< αραβ. ṭās).
1. Μεταλλικό κύπελλο κυρίως για το νερό ή το κρασί ό.π.τ. : Tου κρασού το τάσ’ (του κρασιού το κύπελλο) Ανακ. -Κωστ.Α. Απ’ τ͑άσι τ’νε πίνου τσ̑’ ένα λερό (από το ποτήρι τους πίνω και ένα νερό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γιορντανιού λερό μι τα τ͑άσα (παίρναμε αγιασμό με τα κύπελλα) Πήις 'ς τ' Αμερική, λέ', ένα τάσ’ ντέ μι ηύρις (πήγες στην Αμερική, λέει, ένα κύπελλο δεν μου έφερες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. τ͑άσ’ τζεζβέ (Μπρίκι του καφέ˙ Από την τουρκ. φρ. <em>tas cezve</em>) Μισθ.
2. Γαβάθα, μπωλ Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. : Ένα τάσ’ πιλάφι (ένα κύπελο πιλάφι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν μπρό τουν μπαζλαμάδα, σ’ εν τάσι γιαούρτι τζαι σ’ ε’ χωμάτινο τσανάχι μέλι να φαν οι εργάτοι (Η χήρα γυναίκα έφερε μπροστά τους ξεροτήγανα, σε μιά γαβάθα γιαούρτι και σε ένα πήλινο κανάτι μέλι να φάνε οι εργάτες) Φάρασ. -Παπαδ. Ντο τρως ντο τάσ' μέσα (Μέσα στη γαβάθα που τρως) Ουλαγ. -Κεσ.
β. Χάλκινη σουπιέρα Μαλακ.
3. Ξύλινος κάδος ως μονάδα μέτρησης στερεών και συνεκδ. η αντίστοιχη μονάδα μέτρησης που ισοδυναμεί με 6 οκάδες Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. : Ταχταγιώνας τάσ' (Ξύλινος κάδος) -ΚΜΣ-ΚΠ294