ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασίπης (επίθ.) τ͑ασίπ͑’ [tʰaˈsipʰ] Φάρασ. τ͑ασίπ͑ι [tʰaˈsipʰi] Φάρασ. τ͑εσίπ͑’ [tʰeˈsipʰ] Από το τουρκ. tas'ib = δύσκολος, αυτός που προκαλεί δυσκολίες (βλ. Redhouse).
1. Λοξός, ανάποδος ό.π.τ.
2. Εχθρός Φάρασ. : || Παροιμ. Ο γοντσ̑ής σου α̈́ρ να 'ιένι ο τ͑εσίπ' σου, ο Θιός να 'ινεί ο γιαρντιμζής σου (Αν τύχει ο γείτονάς σου να γίνει εχθρός σου, ο Θεός να γίνει ο βοηθός σου˙ Ο Θεός είναι ο μόνος προστάτης κάποιου από τον κακό του γείτονα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.