τασίπης
(επίθ.)
τ͑ασίπ͑’
[tʰaˈsipʰ]
Φάρασ.
τ͑ασίπ͑ι
[tʰaˈsipʰi]
Φάρασ.
τ͑εσίπ͑’
[tʰeˈsipʰ]
Από το τουρκ. tas'ib = δύσκολος, αυτός που προκαλεί δυσκολίες (βλ. Redhouse).
1. Λοξός, ανάποδος
ό.π.τ.
2. Εχθρός
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ο γοντσ̑ής σου α̈́ρ να 'ιένι ο τ͑εσίπ' σου, ο Θιός να 'ινεί ο γιαρντιμζής σου
(Αν τύχει ο γείτονάς σου να γίνει εχθρός σου, ο Θεός να γίνει ο βοηθός σου˙ Ο Θεός είναι ο μόνος προστάτης κάποιου από τον κακό του γείτονα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.