ντουσμάνος
(ουσ. αρσ.)
ντουσ̑μάνος
[duʃˈmanos]
Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
τουσ̑μάνος
[tuˈʃmanos]
Αφσάρ., Φάρασ.
ντουσμάνους
[dusˈmanus]
Μισθ.
ντουσ̑μάν
[duʃˈman]
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. düşman (< περσ. duşmān) = εχθρός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tüşman. Πβ. νεότ. ουσ. ντουσουμάνης (Mackridge 2021: 64). Πβ. ποντ. τουσ̑μάνος.
Εχθρός
ό.π.τ.
:
Ντουσμανιού το ασκέρ'
(Ο στρατός του εχθρού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Mι ντου ντουσμάνου μ' ήρταμ' γαρτσούλαϊ
(Mε τον εχθρό μου ήρθαμε αντικριστά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ποτ’ ντέλεται πγιάσαν ντο ντουσ̑μάν'
(Όταν γύριζε τον έπιασαν εχθροί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τίχαλ' ν' ανοίξ'με, κονdά σ' είνdαι ντουσ̑μάν' μι;
(Πώς να ανοίξουμε, αφού κοντά σου είναι εχθροί;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
To τενίζιν 'μπνώνει, ο τουσ̑μάνος τζ̑ο 'πνώνει
(Η θάλασσα κοιμάται, ο εχθρός δεν κοιμάται˙ Πρέπει πάντα να είμαστε σε επαγρύπνηση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του τόστη ο πελα̈́ς έν' 'σ' του τουσ̑μάνου πολύ
(Ο μπελάς του φίλου είναι μεγαλύτερος από του εχθρού˙ Οι υποχρεώσεις προς τους φίλους είναι περισσότερο δεσμευτικές και προκαλούν προβλήματα)
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Οι ψ̑υσ̑ές μας ν’ ’αρωθούνε
τζ̑ι οι τουσ̑μάνοι να χαθούνε ( Οι ψυχές μας να σωθούνε
κι οι εχθροί να χαθούν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. οχτρός, αντής
τζ̑ι οι τουσ̑μάνοι να χαθούνε ( Οι ψυχές μας να σωθούνε
κι οι εχθροί να χαθούν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. οχτρός, αντής