ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουσούντημα (ουσ. ουδ.) ντουσ̑ούντημα [duˈʃundima] Μισθ. Από το ρ. ντουσουντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Περισυλλογή, προβληματισμός Συνών. ανανούς, ντισινγκέ
2. Στεναχώρια : Βασιλιάς απ' του ντουσ̑ούνdημα σου τόπου τ' ντέ χωρεί (Ο βασιλιάς από τη στεναχώρια του δεν χωράει στον τόπο του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ατζί, πόνος :3, σικιντί :1, Αντίθ σεβίντημα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024