ντουσούντημα
(ουσ. ουδ.)
ντουσ̑ούντημα
[duˈʃundima]
Μισθ.
Από το ρ. ντουσουντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
2. Στεναχώρια
:
Βασιλιάς απ' του ντουσ̑ούνdημα σου τόπου τ' ντέ χωρεί
(Ο βασιλιάς από τη στεναχώρια του δεν χωράει στον τόπο του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ατζί, πόνος :3, σικιντί :1, Αντίθ
σεβίντημα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024