ντουντάκι
(ουσ. ουδ.)
ντουdάχ'
[duˈdax]
Δίλ.
ντάκ'
[dak]
Φερτάκ.
τουτάχ̇ι
[tuˈtaxi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Πληθ.
ντουdάχγια
[duˈdaxʝa]
Αξ.
ντάκια
[ˈdaca]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. dudak = χείλος (< παλ. τουρκ. tutak), όπου και διαλεκτ. τύπ. tutak.