ντουντάκι
(ουσ. ουδ.)
ντουdάχ'
[duˈdax]
Ανακ., Αξ., Δίλ.
ντάκ'
[dak]
Φερτάκ.
τουτάχ̇ι
[tuˈtaxi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Πληθ.
ντουdάχ̇ια
[duˈdaxja]
Αξ.
ντάκια
[ˈdaca]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. dudak = χείλος, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. tutak. Ο τύπ. ντάκ’ από εσφαλμ. κατάτμηση με το προηγούμενο άρθρο το > ντου.
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025