τουμανλατίζω
(ρ.)
τουμανλατίζου
[tumanlaˈtizu]
Φάρασ.
τουμαν-νατίζω
[tumannaˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. dumanladı του τουρκ. ρ. dumanlamak = γεμίζω με καπνό και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ντουμανιάζω, γεμίζω με καπνό
Πβ.
ντουμάνι