ντουζάκι
(ουσ. ουδ.)
ντουζάκ'
[duˈzak]
Αραβαν., Μαλακ.
ντουζάχ'
[duˈzax]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τελμ.
τουζάχ'
[tuˈzax]
Φκόσ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. tuzak, όπου και τύπ. duzak = παγίδα. Πβ. ποντ. τουζάχιν.
Παγίδα, φάκα
ό.π.τ.
:
Eις πουνdζ̑ουκός πιάσ'κι 'ς ντουζάχ
(Ένας ποντικός πιάστηκε στην φάκα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σύρε και ρίψε το ’ς ένα καλό ντουζάχ και άλλο μη πορεί να έρτσ̑'
(Πήγαινε και ρίξε τον σε μιά καλή παγίδα, να μην μπορέσει να ξανάρθει)
Τελμ.
-Dawk.
Έπισεν σο τουζάχ
(Έπεσε στην παγίδα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361