ντουβαρτζής
(ουσ. αρσ.)
τουβαρτζής
[tuvarʹdzis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. duvarcı = κτίστης.
Χτίστης, οικοδόμος
:
Είχαμε τζ̑αι τουβαρτζήδες, ήσαντε σον τριάντα· χτίνκαν τοιέχοι
(Είχαμε και οικοδόμους, ήταν περίπου τριάντα· έχτιζαν τοίχους)
Συνών.
γιαπουτζής, μάστορας