ντουζενετίζω
(ρ.)
τουζεν-νετίζω
[tuzenneˈtizo]
Φάρασ.
τουζα̈να̈τίζω
[tuzænæˈtizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. düzenlemek = οργανώνω, τακτοποιώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. düzennemek (THADS, λ. düzennemek).