τουζενετίζω
(ρ.)
τουζεν-νετίζω
[tuzenneˈtizo]
Φάρασ.
τουζα̈να̈τίζω
[tuzænnæˈtizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. düzenlemek = οργανώνω, τακτοποιώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. düzennemek (THADS 4, λ. düzennemek)., και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.