ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουζενετίζω (ρ.) τουζεν-νετίζω [tuzenneˈtizo] Φάρασ. τουζα̈να̈τίζω [tuzænnæˈtizo] Αφσάρ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. düzenlemek = οργανώνω, τακτοποιώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. düzennemek (THADS 4, λ. düzennemek)., και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τακτοποιώ ό.π.τ. Συνών. τουζντιέζω